//κατασκευή από δοκάρια όπου απλώνεται το αναρριχώμενο κλήμα
*Συνών. κρεβατίνα, δράνα //
[ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ ΦΥΤΡΑΚΗΣ (1991), Ελληνικό Λεξικό]
Κληματαριά, (η) ουσ. [κλήμα]. Ταβέρνα που “επιβάλλεται” με το ύφος της στο ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας
Χώρος τέρψης των αισθήσεων, που τις ικανοποιεί εδώ κι εβδομήντα χρόνια, η γεύση και η ακοή εδώ περισσότερο έχουν την τιμητική τους, καθημερινές και Σαββατοκύριακα. Το ζωντανό πρόγραμμα με δεσπόζουσα τη “φωνή” του Περικλή και οι καλομαγειρεμένες παραδοσιακές γεύσεις εγγυώνται πως το δικό της κρασί θα κάνει σύντομα τη “δουλειά” του…..
Ατμόσφαιρα που σε παραπέμπει στις παλιές αυλές των παιδικών βιωμάτων μας και λειτουργεί ως διέξοδος του μυαλού και των αισθήσεων από το εγκλωβισμένο πολυπολιτισμικό κέντρο της Πρωτεύουσας και της ανθυγιεινής καθημερινότητάς μας
*Συνών. καλοπέραση, γευστική απόλαυση, σπάνια ρεμπέτικα ακούσματα, αρέσει και στις βαφτιστήρες.
[ΜΕΡΑΚΛΗΣ ΚΑΛΟΦΑΓΑΣ, (1995 και δώθε), Τα ωραία της Αθήνας]